συνάμα: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(39)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνάμᾰ:''' επίρρ. αντί σὺν [[ἅμα]], μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμᾰ Medium diacritics: συνάμα Low diacritics: συνάμα Capitals: ΣΥΝΑΜΑ
Transliteration A: synáma Transliteration B: synama Transliteration C: synama Beta Code: suna/ma

English (LSJ)

Adv. for σὺν ἅμα,

   A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.11, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monotonic

συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.