τριγλίς: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(41) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(υποκορ. του [[τρίγλη]]) μικρή [[τρίγλη]], [[μπαρμπουνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(υποκορ. του [[τρίγλη]]) μικρή [[τρίγλη]], [[μπαρμπουνάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ψηφ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριγλίς:''' ίδος ἡ Arst. = [[τρίγλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of τρίγλη, Antiph.68.15, Arist.Fr.194, Dorio ap.Ath. 7.300f.
Greek (Liddell-Scott)
τριγλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ τρίγλη, ἅ φησιν οὗτος μαινίδας καὶ τριγλίδας Ἀντιφ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 15˙ τριγλίδας μικρὰς Δωρίων παρ’ Ἀθην. 300F, Ἀριστ. Ἀποσπ. 189˙ - ὡσαύτως τριγλίον, τό, Γεωπον. 20. 46, 1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(υποκορ. του τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Russian (Dvoretsky)
τριγλίς: ίδος ἡ Arst. = τρίγλα.