τρωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(42)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />όργανο που μπορεί να προκαλέσει [[τραύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Μ<br />όργανο που μπορεί να προκαλέσει [[τραύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρω</i>- του <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρωτήριον: τό, ὄργανον τρωτικόν, Καισάρ. σ. 1040, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].