φίλεργος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(45) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φίλεργος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλεργός]] και [[φιλοεργός]] και φιλόεργος και αττ. τ. | |mltxt=-η, -ο / [[φίλεργος]], -ον, ΝΑ, και [[φιλεργός]] και [[φιλοεργός]] και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῦργος Α<br />αυτός που αγαπά την [[εργασία]], [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. στον τ. [[φιλεργός]] ως ουσ.) <i>τὸ φιλεργόν</i><br />η [[φιλεργία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλέργως</i> ΝΜΑ, και <i>φιλεργῶς</i> Α<br />με [[φιλεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> / -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[χείρ]]-<i>εργος</i> / <i>χειρο</i>-<i>εργός</i>. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. ανθρωπωνύμιο <i>Piroweko</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:30, 13 June 2022
Greek Monolingual
-η, -ο / φίλεργος, -ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῦργος Α
αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός
αρχ.
(το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν
η φιλεργία.
επίρρ...
φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α
με φιλεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -εργος / -εργός (< ἔργον), πρβλ. χείρ-εργος / χειρο-εργός. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. ανθρωπωνύμιο Piroweko)].