φιλόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά τους φίλους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πονηρό</i>-<i>φιλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόφῐλος:''' -ον, αυτός που αγαπά το φίλο του, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόφῐλος Medium diacritics: φιλόφιλος Low diacritics: φιλόφιλος Capitals: ΦΙΛΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: philóphilos Transliteration B: philophilos Transliteration C: filofilos Beta Code: filo/filos

English (LSJ)

ον,

   A loving one's friends, Id.Rh.1381b27, EN1159a34, Plb.1.14.4, Phld.Lib.p.40 O., Dain Inscr. du Louvre 174 (Egypt), Cat.Cod.Astr.7.205.

German (Pape)

[Seite 1288] seine Freunde liebend; Arist. rhet. 2, 4, vgl. de virt. bei Stob. Floril. 1, 11; Pol. 1, 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ φίλους, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 26, Ἠθικ. Νικ. 8. 8, 4, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendrement attaché à ses amis.
Étymologie: φίλος, φίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φίλος (πρβλ. πονηρό-φιλος)].

Greek Monotonic

φῐλόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά το φίλο του, σε Αριστ.