συνυποπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=Α [[ὑποπίπτω]]<br />καθίσταμαι [[καταληπτός]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνυποπίπτω:''' лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι [[δυνατόν]] ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπίπτω Medium diacritics: συνυποπίπτω Low diacritics: συνυποπίπτω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synypopíptō Transliteration B: synypopiptō Transliteration C: synypopipto Beta Code: sunupopi/ptw

English (LSJ)

   A to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.

Greek Monolingual

Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.