τρισέπαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στη [[Ρώμη]]) ο [[πραίτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔπαρχος]] «[[ανώτερος]] [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]], [[πραίτωρ]]»].
|mltxt=ὁ, Α<br />(στη [[Ρώμη]]) ο [[πραίτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔπαρχος]] «[[ανώτερος]] [[διοικητικός]] [[υπάλληλος]], [[πραίτωρ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισέπαρχος:''' ὁ, [[τρεις]] φορές [[ἔπαρχος]], δηλ. Praetor, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσέπαρχος Medium diacritics: τρισέπαρχος Low diacritics: τρισέπαρχος Capitals: ΤΡΙΣΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: triséparchos Transliteration B: triseparchos Transliteration C: triseparchos Beta Code: trise/parxos

English (LSJ)

ὁ,

   A thrice an ἔπαρχος, i.e. Praefectus Urbis, AP9.697.

Greek (Liddell-Scott)

τρισέπαρχος: ὁ, ὁ τρὶς ἔπαρχος, δηλ. Praetor, πραίτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 697, Πλαν. 73. 1, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois éparque.
Étymologie: τρίς, ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἔπαρχος «ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πραίτωρ»].

Greek Monotonic

τρισέπαρχος: ὁ, τρεις φορές ἔπαρχος, δηλ. Praetor, σε Ανθ.