Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριχίαση: Difference between revisions

From LSJ
(42)
 
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>άω]]" to "ῶ]], -άω")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[τριχίασις]], -άσεως, ΝΜΑ [[τριχιῶ</i>, -<i>άω]]<br /><b>ιατρ.</b> [[ανωμαλία]] της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται [[προς]] τα [[μέσα]], [[προς]] τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα. || (μσν.-αρχ.) μικρή [[σχισμή]], [[ιδίως]] του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πάθηση]] της ουρήθρας [[κατά]] την οποία παρουσιάζονται στα [[ούρα]] μικρά τριχοειδή σωμάτια<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] τών μαστών [[γυναικών]] που θηλάζουν, [[κατά]] την οποία παρατηρούνται λεπτές ρωγμές της θηλής.
|mltxt=η, / [[τριχίασις]], -άσεως, ΝΜΑ [[τριχιῶ]], -άω<br /><b>ιατρ.</b> [[ανωμαλία]] της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται [[προς]] τα [[μέσα]], [[προς]] τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα. || (μσν.-αρχ.) μικρή [[σχισμή]], [[ιδίως]] του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πάθηση]] της ουρήθρας [[κατά]] την οποία παρουσιάζονται στα [[ούρα]] μικρά τριχοειδή σωμάτια<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] τών μαστών [[γυναικών]] που θηλάζουν, [[κατά]] την οποία παρατηρούνται λεπτές ρωγμές της θηλής.
}}
}}

Revision as of 15:07, 16 July 2021

Greek Monolingual

η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ τριχιῶ, -άω
ιατρ. ανωμαλία της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα.