υπόκενος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[μάταιος]] («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λίγο [[κενός]] («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῡ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κενός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[μάταιος]] («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λίγο [[κενός]] («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῦ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κενός]].
}}
}}

Revision as of 18:48, 25 March 2021

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. μάταιος («κοῡφον καὶ ὑπόκενον», Φώτ.)
μσν.
λίγο κενός («ἵνα μὴ τὸ πλῆρες τοῦ ταμιείου γένηται ὑπόκενον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κενός.