τετραετία: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[τετραετής]]<br />χρονική [[περίοδος]] τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε [[υπουργός]] μια ολόκληρη [[τετραετία]]» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς [[ἄλλην]] τετραετίαν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=η, ΝΑ [[τετραετής]]<br />χρονική [[περίοδος]] τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε [[υπουργός]] μια ολόκληρη [[τετραετία]]» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς [[ἄλλην]] τετραετίαν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετραετία:''' ἡ, χρονική [[περίοδος]] τεσσάρων ετών, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.