φρέσκο: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>1.</b> [[δροσερός]] [[καιρός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[φυλακή]] («τους κλείσανε στο [[φρέσκο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[φρέσκος]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το, Ν<br /><b>1.</b> [[δροσερός]] [[καιρός]]<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[φυλακή]] («τους κλείσανε στο [[φρέσκο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[φρέσκος]]].<br /><b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>άκλ.</b> (καλ. τεχν.) η [[νωπογραφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς όρου, <b>πρβλ.</b> ιταλ. <i>fresco</i>]. | ||
}} | }} |