νωπογραφία
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η
1. τεχνική της τοιχογραφίας που συνίσταται στη χρήση χρωμάτων, υπό μορφή σκόνης, διαλυμένων σε νερό, πάνω σε νωπό ασβεστοκονίαμα, αλλ. φρέσκο
2. τοιχογραφία που γίνεται με αυτό τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. ελαιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αλ. θ. Φιλαδελφέα].