χασμουρητό: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χάσμημα]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί [[χασμουρητό]] [[είναι]] αυτό που μέ έπιασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χασμουριέμαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυνηγ</i>-<i>ητό</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[χάσμημα]]<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί [[χασμουρητό]] [[είναι]] αυτό που μέ έπιασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χασμουριέμαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ητό</i> ([[πρβλ]]. [[κυνηγητό]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγητό)].