τριηκάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[τριακάς]]. | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[τριακάς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριηκάς:''' -[[άδος]], ἡ, Ιων. αντί [[τριακάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. and Ion. for τριακάς (q. v.). τριήκοντα, τριηκόσιοι, etc., Ion. for τριακ-.
Greek (Liddell-Scott)
τριηκάς: -άδος, ἡ, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ἀντὶ τριακάς, τριηκάδα μηνὸς ἀρίστην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6 Ἡρόδ. 1, 65.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τριακάς.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. τριακάς.