τριηκάς
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Ep. and Ion. for τριακάς.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τριακάς.
Greek (Liddell-Scott)
τριηκάς: -άδος, ἡ, Ἐπικ. καὶ Ἰωνικ. ἀντὶ τριακάς, τριηκάδα μηνὸς ἀρίστην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6 Ἡρόδ. 1, 65.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. τριακάς.
Greek Monotonic
τριηκάς: -άδος, ἡ, Ιων. αντί τριακάς.
German (Pape)
ἡ, ep. und ion. statt τριακάς; Hes. O. 766; Her. 1.65.