υπόδηση: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(43) |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπόδησις]], -ήσεως, ΝΜΑ, και [[υπόδεση]] Ν, και [[ὑπόδεσις]], -έσεως, ΜΑ [[ὑποδέω]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] τα υποδήματά του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα υποδήματα [[αλλά]] και [[καθετί]] που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «[[αὐτός]], ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.<br />δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν | |mltxt=η / [[ὑπόδησις]], -ήσεως, ΝΜΑ, και [[υπόδεση]] Ν, και [[ὑπόδεσις]], -έσεως, ΜΑ [[ὑποδέω]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] τα υποδήματά του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα υποδήματα [[αλλά]] και [[καθετί]] που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «[[αὐτός]], ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.<br />δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν πᾶσαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ενίσχυση]] λέμβων ή πλοιαρίων με [[σχοινιά]] ή καλώδια τα οποία, [[αφού]] περιβάλουν το [[σκάφος]], δένονται [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] προκειμένου [[έτσι]] να αποφευχθεί [[διάνοιξη]] τών πλευρών σε [[περίπτωση]] υπερφόρτωσης<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεση]] τραύματος από [[κάτω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
η / ὑπόδησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, -έσεως, ΜΑ ὑποδέω
1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του
2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός, ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.
δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν πᾶσαν», Πλάτ.)
νεοελλ.
ναυτ. ενίσχυση λέμβων ή πλοιαρίων με σχοινιά ή καλώδια τα οποία, αφού περιβάλουν το σκάφος, δένονται πάνω από το κατάστρωμα προκειμένου έτσι να αποφευχθεί διάνοιξη τών πλευρών σε περίπτωση υπερφόρτωσης
αρχ.
επίδεση τραύματος από κάτω.