τραχέως: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. τρηχέως Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχύς]].
|mltxt=και ιων. τ. τρηχέως Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾱχέως:''' επίρρ. του [[τραχύς]].
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχέως Medium diacritics: τραχέως Low diacritics: τραχέως Capitals: ΤΡΑΧΕΩΣ
Transliteration A: trachéōs Transliteration B: tracheōs Transliteration C: tracheos Beta Code: traxe/ws

English (LSJ)

   A v. τραχύς 11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.

Greek Monotonic

τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.