φερεσσακής: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>(ποιητ.)</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός από τον οποίο κρέμεται η [[ασπίδα]] ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σσακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] «[[ασπίδα]]»)]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>(ποιητ.)</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός από τον οποίο κρέμεται η [[ασπίδα]] ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σσακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] «[[ασπίδα]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φερεσσᾰκής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[σάκος]]), αυτός που κουβαλά [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, gen. έος,
A shield-bearing, of men, Hes.Sc.13, Nonn.D.26.291, al.; also ποταμός, νῆες, ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.
German (Pape)
[Seite 1261] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.
Greek (Liddell-Scott)
φερεσσᾰκής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ φέρασπις, ὁ φέρων σάκος, ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui porte un bouclier.
Étymologie: φέρω, σάκος¹.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ.)
1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις
2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σσακής (< σάκος «ασπίδα»)].
Greek Monotonic
φερεσσᾰκής: -ές, γεν. -έος (σάκος), αυτός που κουβαλά ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ησίοδ.