τλάθυμος: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(41)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τλήθυμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τλήθυμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τλάθῡμος:''' -ον, Δωρ. αντί [[τλήθυμος]].
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.

English (Slater)

τλᾱθῡμος, -ον
   1 persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος.

Greek Monotonic

τλάθῡμος: -ον, Δωρ. αντί τλήθυμος.