χερμαστήρ: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />(για το [[λουρί]] της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερμάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />(για το [[λουρί]] της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερμάζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χερμαστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[σφενδονιστής]], χερμαστὴρ [[ῥινός]], [[δέρμα]] σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η [[πέτρα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A slinger, ῥινὸς χ. the leather of a sling, out of which the stone was thrown, <*>b.172 (Antip.Sid.), cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1350] ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).
Greek (Liddell-Scott)
χερμαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ῥίπτων τὰ χέρματα, χ. ῥινός, τὸ δέρμα σφενδόνης, ἐφ’ οὗ ὁ λίθος ἐπετίθετο καὶ ἐρρίπτετο, Ἀνθ. Παλατ. 1. 172, πρβλ. Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui lance des pierres ; χερμαστὴρ ῥινός cuir propre à lancer des pierres, càd la fronde.
Étymologie: χερμάς.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(για το λουρί της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. -τήρ].
Greek Monotonic
χερμαστήρ: -ῆρος, ὁ, σφενδονιστής, χερμαστὴρ ῥινός, δέρμα σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η πέτρα, σε Ανθ.