χιμαιροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῐμαιροβάτης:''' ου adj. m козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμαιροβάτης Medium diacritics: χιμαιροβάτης Low diacritics: χιμαιροβάτης Capitals: ΧΙΜΑΙΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chimairobátēs Transliteration B: chimairobatēs Transliteration C: chimairovatis Beta Code: ximairoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,

   A goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).