σχιζίον: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(40)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχιζίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]]. [[Πολυδ]]. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· [[τεμάχιον]] ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.
|lstext='''σχιζίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]]. Πολυδ. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· [[τεμάχιον]] ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σχίζα]]<br />υποκορ. του [[σχίζα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]] άρτου.
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σχίζα]]<br />υποκορ. του [[σχίζα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]] άρτου.
}}
}}

Revision as of 21:04, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζίον Medium diacritics: σχιζίον Low diacritics: σχιζίον Capitals: ΣΧΙΖΙΟΝ
Transliteration A: schizíon Transliteration B: schizion Transliteration C: schizion Beta Code: sxizi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σχίζα, Poll.10.111, Alciphr.Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, dim. von σχίζα, Pol. 10, 111.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα. Πολυδ. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· τεμάχιον ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σχίζα
υποκορ. του σχίζα
μσν.
τεμάχιο άρτου.