ταχυδρομία: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ταχυδρόμος]]<br />[[ταχύτητα]] στο [[τρέξιμο]], γρήγορο [[τρέξιμο]].
|mltxt=ἡ, Α [[ταχυδρόμος]]<br />[[ταχύτητα]] στο [[τρέξιμο]], γρήγορο [[τρέξιμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχυδρομία:''' ἡ быстрый бег Arst.
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠδρομία Medium diacritics: ταχυδρομία Low diacritics: ταχυδρομία Capitals: ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: tachydromía Transliteration B: tachydromia Transliteration C: tachydromia Beta Code: taxudromi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A quickness in running, Arist.Pr.881b7.

German (Pape)

[Seite 1076] ἡ, schneller Lauf, Arist, probl. 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυδρομία: ἡ, ταχύτης ἐν τῷ τρέχειν, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 9, 1.

Greek Monolingual

ἡ, Α ταχυδρόμος
ταχύτητα στο τρέξιμο, γρήγορο τρέξιμο.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχυδρομία: ἡ быстрый бег Arst.