τετράστηλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή καταλαμβάνει [[τέσσερεις]] στήλες σε [[σελίδα]] εντύπου (α. «[[τετράστηλος]] [[τίτλος]]» β. «τετράστηλο [[κείμενο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστηλο</i><br />[[άρθρο]] εντύπου σε [[τέσσερεις]] στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στήλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στηλος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή καταλαμβάνει [[τέσσερεις]] στήλες σε [[σελίδα]] εντύπου (α. «[[τετράστηλος]] [[τίτλος]]» β. «τετράστηλο [[κείμενο]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστηλο</i><br />[[άρθρο]] εντύπου σε [[τέσσερεις]] στήλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στήλη]]), [[πρβλ]]. [[δίστηλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο
άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δίστηλος].