υάλωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑάλωμα]], -ώματος, ΝΜ<br />οφθαλμική [[πάθηση]] τών αλόγων παρόμοια με το [[γλαύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υάλωση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα [[τζαμικά]]<br /><b>3.</b> το [[υαλογράφημα]]<br /><b>4.</b> το [[εφυάλωμα]], το [[σμάλτο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> σπάνια [[δερματοπάθεια]] χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> ( | |mltxt=το / [[ὑάλωμα]], -ώματος, ΝΜ<br />οφθαλμική [[πάθηση]] τών αλόγων παρόμοια με το [[γλαύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υάλωση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα [[τζαμικά]]<br /><b>3.</b> το [[υαλογράφημα]]<br /><b>4.</b> το [[εφυάλωμα]], το [[σμάλτο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> σπάνια [[δερματοπάθεια]] χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. [[γλαύκωμα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / ὑάλωμα, -ώματος, ΝΜ
οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα
νεοελλ.
1. υάλωση
2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά
3. το υαλογράφημα
4. το εφυάλωμα, το σμάλτο
5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. γλαύκωμα)].