ὑπολισθάνω: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και [[ὑπολισθαίνω]], Α<br /><b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] («ὑπολισθαίνειν εἰς [[ὕπνον]]», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλιστρώ]], [[ολισθαίνω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθάνω]] / [[ὀλισθαίνω]] «[[γλιστρώ]]»]. | |mltxt=ΜΑ, και [[ὑπολισθαίνω]], Α<br /><b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μια [[κατάσταση]] («ὑπολισθαίνειν εἰς [[ὕπνον]]», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλιστρώ]], [[ολισθαίνω]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθάνω]] / [[ὀλισθαίνω]] «[[γλιστρώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] σταδιακά, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
and (later) ὑπ-ολισθαίνω,
A slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35; εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολισθάνω: καὶ (μεταγεν.) ὑπολισθαίνω, μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ὀλίγον τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολυδ. Β΄, 15· - μεταφ., ὑπ. εἰς ὕπνον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 35· εἰς τὰς τέρψεις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12· ἐπὶ τὰ χείρω Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3. 69· πρὸς ἀπάτην ὑπολισθαίνειν Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
glisser ou tomber insensiblement : εἰς τὰς θρύψεις LUC dans la mollesse.
Étymologie: ὑπό, ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α
μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.)
αρχ.
γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
ὑπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω σταδιακά, σε Λουκ.