υπουργείο: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («[[υπουργείο]] εθνικής οικονομίας»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού<br /><b>3.</b> το [[κτήριο]], στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες [[κάθε]] υπουργείου<br /><b>4.</b> (παλαιότερα) το [[σύνολο]] τών υπουργών, η [[κυβέρνηση]] («το [[υπουργείο]] του Ελευθερίου Βενιζέλου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («[[υπουργείο]] εθνικής οικονομίας»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού<br /><b>3.</b> το [[κτήριο]], στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες [[κάθε]] υπουργείου<br /><b>4.</b> (παλαιότερα) το [[σύνολο]] τών υπουργών, η [[κυβέρνηση]] («το [[υπουργείο]] του Ελευθερίου Βενιζέλου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είο</i> ([[πρβλ]]. [[ξυλουργείο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>υπουργείον</i>, μαρτυρείται από το 1824 στα <i>Έγγραφα της προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:40, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. το σύνολο τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («υπουργείο εθνικής οικονομίας»)
2. το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού
3. το κτήριο, στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες κάθε υπουργείου
4. (παλαιότερα) το σύνολο τών υπουργών, η κυβέρνηση («το υπουργείο του Ελευθερίου Βενιζέλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός + κατάλ. -είο (πρβλ. ξυλουργείο). Η λ., στον λόγιο τ. υπουργείον, μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα της προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος].