χιροπόδης: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χειροπόδης]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με [[πολλά]] σκασίματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιράς]] / [[χειράς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>)], <b>πρβλ.</b> <i>ξυλο</i>-<i>πόδης</i>].
|mltxt=και [[χειροπόδης]], ὁ, Α<br />αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με [[πολλά]] σκασίματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιράς]] / [[χειράς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>)], [[πρβλ]]. [[ξυλοπόδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1357] ὁ, u. χιρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, = χειρόπους, χειροπόδης, aufgeborstene Füße habend, Hesych.

Greek Monolingual

και χειροπόδης, ὁ, Α
αυτός που έχει πόδια γεμάτα ραγάδες, με πολλά σκασίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιράς / χειράς + -πόδης (< πούς, ποδός)], πρβλ. ξυλοπόδης].