αλκίβιος: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, πρβλ. [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, πρβλ. [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.