ἀλκιβιάδειον

English (LSJ)

τό,1 ἔχιον (borage), Dsc.4.272 ἄγχουσα (henna, anchusa), ib.24, Gal.13.149.

Spanish (DGE)

ἀλκιβιάδειον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀλκιβιάδιον Philum.Ven.17.9
bot.
1 viborera, Echium plantagineum L., Dsc.4.27.
2 otra denominación de la ὀνοχειλές (q.u.), otra especie de viborera, prob. Echium diffusum Sibth. Sm., Gal.11.813, Philum.Ven.17.9, Dsc.4.24 (cf. ἄγχουσα 2).
3 escila, esquila, cebolla albarrana, Urginea maritima (L.) Baker, Ps.Apul.Herb.42.16.

Greek Monolingual

ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) Ἀλκιβιάδης
ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο.