αλλεργία: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> (Βιολ. -Ιατρ.)<br />[[αντίδραση]] υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>2.</b> [[αποστροφή]], [[αηδία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργία</i> πρβλ. αγγλ. <i>allergy</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> (Βιολ. -Ιατρ.)<br />[[αντίδραση]] υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>2.</b> [[αποστροφή]], [[αηδία]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργία</i> πρβλ. αγγλ. <i>allergy</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].