αμυλόζη: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η <b>βιοχ.</b><br />μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η [[άλλη]] [[είναι]] η [[αμυλοπηκτίνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η <b>βιοχ.</b><br />μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η [[άλλη]] [[είναι]] η [[αμυλοπηκτίνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άμυλο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όζη</i>, πρβλ. αγγλ. <i>amylose</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
η βιοχ.
μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η άλλη είναι η αμυλοπηκτίνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άμυλο(ν) + κατάλ. -όζη, πρβλ. αγγλ. amylose].