αμπαλάζ: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συσκευασία]] σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]]<br /><b>2.</b> υλικό συσκευασίας, [[περιτύλιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[συσκευασία]] σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]]<br /><b>2.</b> υλικό συσκευασίας, [[περιτύλιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>emballage</i> «[[συσκευασία]]», πρβλ. και [[αμπαλάρω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο
2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].