ἀβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβλέφᾰρος:''' лишенный ресниц (ὦπες Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβλέφᾰρος Medium diacritics: ἀβλέφαρος Low diacritics: αβλέφαρος Capitals: ΑΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ablépharos Transliteration B: ablepharos Transliteration C: avlefaros Beta Code: a)ble/faros

English (LSJ)

ον,

   A without eyebrows, AP11.66 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans paupières.
Étymologie: ἀ, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἀβλέφᾰρος) -ον
carente de pestañas κἢν ... ἀβλεφάρους ὦπας ἐπανθρακίσῃς AP 11.66 (Antiphil.).

Greek Monotonic

ἀβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που δεν έχει βλέφαρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβλέφᾰρος: лишенный ресниц (ὦπες Anth.).