Ἀβδηρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀβδηρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[κάτοικος]] των Αβδήρων στη Θράκη· παροιμ., λέγεται για τους ευκολόπιστους, τους μωρόπιστους, σε Δημ.· επίθ., [[Ἀβδηριτικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, όπως [[κάποιος]] από τα Άβδηρα, δηλ. [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''Ἀβδηρίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[κάτοικος]] των Αβδήρων στη Θράκη· παροιμ., λέγεται για τους ευκολόπιστους, τους μωρόπιστους, σε Δημ.· επίθ., [[Ἀβδηριτικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, όπως [[κάποιος]] από τα Άβδηρα, δηλ. [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἀβδηρίτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> абдерит, житель или уроженец города Абдеры Her.;<br /><b class="num">2)</b> перен. ирон. простак, простофиля Dem.
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀβδηρίτης Medium diacritics: Ἀβδηρίτης Low diacritics: Αβδηρίτης Capitals: ΑΒΔΗΡΙΤΗΣ
Transliteration A: Abdērítēs Transliteration B: Abdēritēs Transliteration C: Avdiritis Beta Code: *)abdhri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A a man of Abdera in Thrace, the Gothamite of antiquity, prov. of simpletons, D.17.23:—Adj. Ἀβδηριτικός, ή, όν, like an Abderite, i. e. stupid, Cic.Att.7.7.4, Luc.Hist.Conscr.2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Abdéritain ; ◊ prov. homme simple, sot.
Étymologie: Ἄβδηρα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 abderita ét. de Abdera en Tracia, Hdt.7.120, Arist.GA 742b20.
2 fig. simple, bobo D.17.23.
3 subst. ὁ ἀ. viento de la región de Abdera Zonar.

Greek Monotonic

Ἀβδηρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο κάτοικος των Αβδήρων στη Θράκη· παροιμ., λέγεται για τους ευκολόπιστους, τους μωρόπιστους, σε Δημ.· επίθ., Ἀβδηριτικός, , -όν, όπως κάποιος από τα Άβδηρα, δηλ. ανόητος, μωρός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀβδηρίτης: ου ὁ1) абдерит, житель или уроженец города Абдеры Her.;
2) перен. ирон. простак, простофиля Dem.