αἰσιμία: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσιμία:''' ἡ, [[ευτυχία]]· <i>αἰσιμίαις πλούτου</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αἰσιμία:''' ἡ, [[ευτυχία]]· <i>αἰσιμίαις πλούτου</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσῐμία:''' ἡ счастье, радость: χαίρειν ἐν αἰσιμίαισι πλούτου Aesch. наслаждаться богатством. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A due apportionment, αἰσιμίαις πλούτου A.Eu.996.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσιμία: ἡ, εὐτυχία, αἰσιμίαις πλούτου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 996.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
avantage, jouissance.
Étymologie: αἴσιμος.
Spanish (DGE)
(αἰσῐμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Fr.18.9; αἰσίμη, -ης Theognost.Can.16
• Prosodia: [-σῐ-]
1 parte debida c. gen. πλούτου A.Eu.996 (var.)
•equidad ἐν αἰσιμίῃ ... ἄνυσσεν ἀρχήν IO 481.3 (III d.C.).
2 oráculo σήν, Φοῖβε, κατ' αἰσιμίην Call.l.c., cf. Theognost.l.c., EM α 550, Et.Gen.α 243.
• Etimología: Cf. αἶσα.
Greek Monotonic
αἰσιμία: ἡ, ευτυχία· αἰσιμίαις πλούτου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσῐμία: ἡ счастье, радость: χαίρειν ἐν αἰσιμίαισι πλούτου Aesch. наслаждаться богатством.