αἰολόπωλος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰολόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει γοργοπόδαρα άλογα ιππασίας, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰολόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει γοργοπόδαρα άλογα ιππασίας, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰολόπωλος:''' мчащийся на быстрых конях, быстроконный ([[Φρύγες]] Hom.; [[Κάστωρ]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with quick-moving steeds, Il.3.185, h.Ven.137, Theoc.22.34.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόπωλος: -ον, ὁ ἔχων ταχύποδας ἵππους, Ἰλ. Γ. 185, Θεόκρ. 22. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux coursiers rapides.
Étymologie: αἰόλος, πῶλος.
English (Autenrieth)
with glancing (swift) steeds, Il. 3.185†, cf. Il. 19.404.
Spanish (DGE)
-ον
1 de ágil potro Φρύγες Il.3.185, h.Ven.137, Κάστωρ Theoc.22.34
•fig., c. sent. erót. ref. a un filósofo estoico, Cerc.6a.1.
2 que es ágil potro prob. epít. de una hetera Κυλιφάκ[ῃ αἰ] ολοπ[ώλ] ῳ a Lenteja Redonda, la ágil potra, SEG 27.672 (Gravisca, Etruria V a.C.).
Greek Monotonic
αἰολόπωλος: -ον, αυτός που έχει γοργοπόδαρα άλογα ιππασίας, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰολόπωλος: мчащийся на быстрых конях, быстроконный (Φρύγες Hom.; Κάστωρ Theocr.).