ἄκτιος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκτιος:''' прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτιος Medium diacritics: ἄκτιος Low diacritics: άκτιος Capitals: ΑΚΤΙΟΣ
Transliteration A: áktios Transliteration B: aktios Transliteration C: aktios Beta Code: a)/ktios

English (LSJ)

ον, (ἀκτή α)

   A of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.

German (Pape)

[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Greek Monolingual

ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή
1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.

Greek Monotonic

ἄκτιος: -ον (ἀκτή), αυτός που ζει στην ακροθαλασσιά, συχνάζει στην παραλία, λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτιος: прибрежный, береговой (эпитет Пана) Theocr.