ἀκροθινιάζομαι: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροθῑνιάζομαι:''' αποθ. (<i>ἀκροθίνια</i>), [[παίρνω]] το καλύτερο [[μέρος]], [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀκροθῑνιάζομαι:''' αποθ. (<i>ἀκροθίνια</i>), [[παίρνω]] το καλύτερο [[μέρος]], [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροθῑνιάζομαι:''' выбирать в качестве лучшего (τινα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
French (Bailly abrégé)
1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.
Greek Monolingual
ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.
Greek Monotonic
ἀκροθῑνιάζομαι: αποθ. (ἀκροθίνια), παίρνω το καλύτερο μέρος, διαλέγω, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροθῑνιάζομαι: выбирать в качестве лучшего (τινα Eur.).