ἀλακάτα: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(2)
(1)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλακάτα:''' ἡ, Δωρ. αντί [[ἠλακάτη]].
|lsmtext='''ἀλακάτα:''' ἡ, Δωρ. αντί [[ἠλακάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλακάτα:''' ἡ дор. = [[ἠλακάτη]].
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλακάτη.

Spanish (DGE)

v. ἠλακάτη.

Greek Monolingual

ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.

Greek Monotonic

ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀλακάτα: ἡ дор. = ἠλακάτη.