ἀμύγδαλος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύγδᾰλος:''' ἡ, [[αμυγδαλιά]] (το δέντρο), σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀμύγδᾰλος:''' ἡ, [[αμυγδαλιά]] (το δέντρο), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμύγδᾰλος:''' ἡ Luc. = [[ἀμυγδαλέα]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύγδαλος Medium diacritics: ἀμύγδαλος Low diacritics: αμύγδαλος Capitals: ΑΜΥΓΔΑΛΟΣ
Transliteration A: amýgdalos Transliteration B: amygdalos Transliteration C: amygdalos Beta Code: a)mu/gdalos

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀμυγδαλῆ, Luc.Apol.5, Hsch.s.v. καρύα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμύγδαλος: ἡ, = ἀμυγδαλῆ, Λουκ. π. τ. ἐ. Μισθ. συν. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
amandier, plante.
Étymologie: ἀμυγδάλη.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 almendra Luc.Apol.5, Hsch.s.u. κάρυα.
2 almendro Arnob.Nat.5.7 (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀμύγδαλος, η (Α)
1. αμυγδαλιά
2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη.

Greek Monotonic

ἀμύγδᾰλος: ἡ, αμυγδαλιά (το δέντρο), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμύγδᾰλος: ἡ Luc. = ἀμυγδαλέα.