ἄκουσα: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκουσα:''' Επικ. αντί [[ἤκουσα]], αόρ. αʹ του [[ἀκούω]].
|lsmtext='''ἄκουσα:''' Επικ. αντί [[ἤκουσα]], αόρ. αʹ του [[ἀκούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκουσα:''' <b class="num">I</b> (ᾱκ) f к [[ἄκων]] II.<br /><b class="num">II</b> (ᾰκ, дор. ᾱκ) эп. aor. к [[ἀκούω]].
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1fém. de ἄκων².
2ao. poét. de ἀκούω.

Greek Monotonic

ἄκουσα: Επικ. αντί ἤκουσα, αόρ. αʹ του ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουσα: I (ᾱκ) f к ἄκων II.
II (ᾰκ, дор. ᾱκ) эп. aor. к ἀκούω.