ἀναπίτνημι: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπίτνημι:''' ποιητ. αντί ἀνα-[[πετάννυμι]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀναπίτνημι:''' ποιητ. αντί ἀνα-[[πετάννυμι]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπίτνημι:''' Pind. (inf. ἀναπιτνάμεν) = [[ἀναπετάννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for ἀναπετάννυμι, inf.
A -πιτνάμεν Pi.O.6.27.
German (Pape)
[Seite 202] p. = ἀναπετάννυμι, Pind. Ol. 6, 27; Nic. Al. 435; – aber ἀλώπηξ ἀναπιτναμένα Pind. I. 3, 65, der sich zurückbiegt, = ἀναπίπτουσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίτνημι: ποιητ. ἀντὶ ἀναπετάννυμι, Πινδ. Ο. 6. 45.
Spanish (DGE)
1 abrir de par en par πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς Pi.O.6.27
•en v. med. abrirse de par en par θύραι Pi.N.9.2.
2 en v. med. echarse de espaldas ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει Pi.I.3.65.
Greek Monolingual
ἀναπίτνημι (Α)
ποιητικός τύπος του αναπετάννυμι.
Greek Monotonic
ἀναπίτνημι: ποιητ. αντί ἀνα-πετάννυμι, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπίτνημι: Pind. (inf. ἀναπιτνάμεν) = ἀναπετάννυμι.