ἀντιχόρηγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ, [[αντίπαλος]] [[χορηγός]], σε Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ, [[αντίπαλος]] [[χορηγός]], σε Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιχόρηγος:''' ὁ хорег-соперник (τινι Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A rival choragus, And.4.20, D.21.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.
Greek Monolingual
ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.
Greek Monotonic
ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχόρηγος: ὁ хорег-соперник (τινι Dem.).