ἐγερτέον: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγερτέον:''' adj. verb. к [[ἐγείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερτέον Medium diacritics: ἐγερτέον Low diacritics: εγερτέον Capitals: ΕΓΕΡΤΕΟΝ
Transliteration A: egertéon Transliteration B: egerteon Transliteration C: egerteon Beta Code: e)gerte/on

English (LSJ)

   A one must raise, E.Rh.690.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγείρῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 690.

Spanish (DGE)

1 fig. hay que levantar c. obj. concr. ἢ βοὴν ἐ.; E.Rh.690.
2 gram. hay que elevar el tono de una sílaba para convertirlo en agudo τὴν «τοι» συλλαβὴν ἐ. Hdn.Gr.2.155.

Greek Monotonic

ἐγερτέον: ρημ. επίθ. του ἐγείρω, αυτό που πρέπει κάποιος να εγείρει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερτέον: adj. verb. к ἐγείρω.