εὐβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐβλέφᾰρος:''' досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий ([[Δίκη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful eyelids, Δίκη AP14.122.
German (Pape)
[Seite 1058] mit schönen Augenlidern, Augen, Probl. 16 (XIV, 122).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβλέφᾰρος: -ον, ἔχων ὡραῖα βλέφαρα, Ἀνθ. Π. 14. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles paupières, aux beaux yeux.
Étymologie: εὖ, βλέφαρον.
Greek Monolingual
εὐβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον.
Greek Monotonic
εὐβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐβλέφᾰρος: досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий (Δίκη Anth.).