ἑλκτέον: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἕλκω]], αυτό που πρέπει να τραβηχθεί, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἑλκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἕλκω]], αυτό που πρέπει να τραβηχθεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλκτέον:''' adj. verb. к [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must drag, Pl.R.365c.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕλκω, δεῖ ἕλκειν, Πλάτ. Πολ. 365C.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar, hay que tirar de fig. τὴν τοῦ ... Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑ. ἐξόπισθεν e.d. hay que llevar tras uno a la zorra de Arquíloco Pl.R.365c.
2 hay que aplicar οὐ μὴν ἀλλὰ κἀπὶ τὸ ἀγγεῖον ἑ. τὴν κλῆσιν Poll.10.87.
Greek Monotonic
ἑλκτέον: ρημ. επίθ. του ἕλκω, αυτό που πρέπει να τραβηχθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκτέον: adj. verb. к ἕλκω.