καθευρίσκω: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ. | |lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθευρίσκω:''' находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v. l. καθῃρέθη была схвачена, от [[καθαιρέω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.
Greek (Liddell-Scott)
καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l’a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.
Greek Monolingual
καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.
Greek Monotonic
καθευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Λουκ. — Παθ., καθευρέθη κοσμοῦσα, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθευρίσκω: находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v. l. καθῃρέθη была схвачена, от καθαιρέω).