ταγέω: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾱγέω:''' είμαι [[άρχοντας]], [[κυβερνήτης]], ἁπάσης Ἀσίδος [[ταγέω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τᾱγέω:''' είμαι [[άρχοντας]], [[κυβερνήτης]], ἁπάσης Ἀσίδος [[ταγέω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾱγέω:''' быть предводителем, вождем (ἁπάσης Ἀσίδος Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be ruler, ἁπάσης Ἀσίδος Id.Pers.764.
German (Pape)
[Seite 1063] Beherrscher, Anführer sein, τινός, Aesch. ἕν' ἄνδρα πάσης Ἀσιδος ταγεῖν Pers. 750.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγέω: εἶμαι ἄρχων, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος Αἰσχύλ. Πέρσ. 764.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. inf.
commander à, gén..
Étymologie: ταγός.
Greek Monotonic
τᾱγέω: είμαι άρχοντας, κυβερνήτης, ἁπάσης Ἀσίδος ταγέω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγέω: быть предводителем, вождем (ἁπάσης Ἀσίδος Aesch.).