φιλανθρωπέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλανθρωπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φέρομαι ανθρωπινά, σε Πολύβ.
|lsmtext='''φῐλανθρωπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φέρομαι ανθρωπινά, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλανθρωπέω:''' быть человеколюбивым: φ. τινα Polyb. человечно обращаться с кем-л.; φιλανθρωπηθείς Polyb. встретившийся с гуманным к себе отношением.
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλανθρωπέω Medium diacritics: φιλανθρωπέω Low diacritics: φιλανθρωπέω Capitals: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕΩ
Transliteration A: philanthrōpéō Transliteration B: philanthrōpeō Transliteration C: filanthropeo Beta Code: filanqrwpe/w

English (LSJ)

= foreg.,

   A show kindness, τὰ πρὸς ἡμᾶς PCair.Zen.428.14 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ φ. τῇ πόλει SIG456.8 (Ziaelas, iii B. C.); ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν πεφιλανθρώπηκε OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.).    2 abs. in Astrol., to be favourable, φιλανθρωποῦντος τόπου Ptol.Tetr.141.    II trans., treat kindly, deal kindly with, τινα Plb.3.76.2, al.; τὸν τόπον LXX 2 Ma.13.23, cf. POxy.532.20 (ii A. D.):—Pass., προαιρούμενος . . τὸν δῆμον φιλανθρωπεῖσθαι Rev.Phil.10(1936).253 (Ilium); φιλανθρωπηθείς Plb.38.20.11 (ap.Suid.); ἵν' ὦ πεφιλανθρωπημένος that I may obtain redress, PTeb.31.21 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1274] Menschenfreund sein, als Menschenfreund handeln, Sp.; auch trans., τινά, Einen freundlich behandeln, anreden, Pol. 3, 76, 2; φιλανθρωπηθείς, freundlich aufgenommen, 39, 3,2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανθρωπέω: τῷ προηγουμ., δεικνύω φιλανθρωπίαν, τινι Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 12. ΙΙ. μεταβ., μεταχειρίζομαί τινα φιλανθρώπως, μετ’ ἀγαθότητος, τινα Πολύβ. 3. 76, 2, κ. ἀλλ.· Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 23). ― Παθ., φιλανθρωπηθεὶς Πολύβ. 39. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter avec humanité, avec bonté, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.

Greek Monotonic

φῐλανθρωπέω: μέλ. -ήσω, φέρομαι ανθρωπινά, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανθρωπέω: быть человеколюбивым: φ. τινα Polyb. человечно обращаться с кем-л.; φιλανθρωπηθείς Polyb. встретившийся с гуманным к себе отношением.